Διατηρώντας τη θερμοκρασία του σώματός μας στους 37 °C
Οι άνθρωποι είναι θερμόαιμα θηλαστικά. Ένα από τα χαρακτηριστικά που μας κάνει να ξεχωρίζουμε από τα ψυχρόαιμα είδη είναι ότι συνεχώς προσπαθούμε να διατηρήσουμε τη θερμοκρασία του σώματος μας περίπου στους 37 °C – ανεξαρτήτως της θερμοκρασίας του γύρω περιβάλλοντος μας.
Ασχέτως με το εάν είμαστε εξερευνητές στην Ανταρκτική και έχουμε να αντιμετωπίσουμε το χιόνι ή εάν περιπλανόμαστε με κόπο στη καυτή άμμο της Σαχάρας ως άλλοι Βεδουίνοι, το σώμα μας πάντα θα προσπαθεί να διατηρήσει μία σταθερή θερμοκρασία των 37 °C.
Και είναι καταλλήλως εξοπλισμένο για αυτή τη λειτουργία, χάρις στους ρυθμιστές της θερμοκρασίας που βρίσκονται στον υποθάλαμο (περιοχή του εγκεφάλου) και στον θυρεοειδή, ο οποίος ρυθμίζει τον μεταβολισμό μας και τα επινεφρίδια.
Η θερμοκρασία του σώματος διατηρείται γύρω στους 37 °C – ή αυστηρώς μιλώντας, σε ένα εύρος μεταξύ 36.6 °C και 37.3°C – μέσω ριγών, ιδρώτα, με το άνοιγμα και κλείσιμο των πόρων του σώματος και με τη ρύθμιση των αιμοφόρων αγγείων.
Τα ερπετά, τα ερπετοειδή και τα ψάρια, διαφέρουν. Αυτά τα είδη είναι ψυχρόαιμα και πάνω κάτω αποκτούν ή έστω πλησιάζουν την εξωτερική θερμοκρασία. Πιο απλά, προσαρμόζονται στις θερμοκρασίες του περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκονται. Ο μεταβολισμός των ψυχρόαιμων ζώων είναι σχεδιασμένος για να ανταπεξέρχεται οποιαδήποτε εξωτερική θερμοκρασία. Η φύση εξόπλισε αυτά τα πλάσματα με ό,τι χρειάζονται, γεγονός που τους επιτρέπει να προσαρμόζουν τον μεταβολισμό τους είτε προς το κρύο είτε προς τη ζέστη.
Ως άνθρωποι, διαφέρουμε από τα ερπετοειδή ή και από άλλα ψυχρόαιμα ζώα. Η θερμοκρασία του σώματος μας δεν μπορεί να αποκλίνει από τη βέλτιστη θερμοκρασία των 37°C για περισσότερους από 5° πιο κάτω και 7° πιο πάνω αυτής για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς αυτό θα μας προκαλούσε σοβαρή ζημιά ή ακόμη και θάνατο.
Οι μεγάλες αποκλίσεις από την ιδανική θερμοκρασία σώματος έχουν καταστροφικές συνέπειες για τον οργανισμό μας. Τα κρυοπαγήματα μπορούν να προκαλέσουν κακώσεις παρόμοιες με αυτές που προκαλούνται από τα καψίματα, και η υπερβολική έκθεση στο κρύο είναι τόσο καταστροφική για τον οργανισμό και τη ζωή μας όπως είναι και ένας παρατεταμένος πυρετός. Η παγωνιά “σημαδεύει” το σώμα μας και αποδυναμώνει τον οργανισμό μας. Αλλά ακόμη και οι μικρότερες αποκλίσεις των 0.5°- 1.0° μας κάνουν να νιώθουμε άρρωστοι και αδύναμοι.
Η βέλτιστη θερμοκρασία του σώματος πέφτει σε ένα μικρό παράθυρο απόκλισης του περίπου 1.0°. Το σώμα μας ρυθμίζει από μόνο του να μας διατηρεί μέσα σε αυτό το περιθώριο για όσο το δυνατόν περισσότερο. Ενώ αντιλαμβανόμαστε τις μικρές διακυμάνσεις της θερμοκρασίας στο εξωτερικό μας περιβάλλον μόνο όταν υπερβούν κάποιους βαθμούς – π.χ. μία αλλαγή από 17 °C σε 21.9 °C - , οι αισθητήρες της εσωτερικής μας θερμοκρασίας δουλεύουν άψογα. Μία θερμοκρασιακή απόκλιση από 0.9° έως 1.8° βιώνεται από τον οργανισμό ως ελαφρός πυρετός ή ήπια υποθερμία, αναλόγως των περιστάσεων. Τέτοιες διαφοροποιήσεις, σε κάθε υγιή και δυνατό οργανισμό, θέτουν εις ενέργεια τους μηχανισμούς της σωστής ρύθμισης και λειτουργίας αυτού. Οι μικρές αποκλίσεις της θερμοκρασίας του σώματος γίνονται αντιληπτές από τους υποδοχείς θερμότητας ( θερμικοί υποδοχείς), και ως συνέπεια το σώμα προσπαθεί να διορθώσει αυτήν την κατάσταση όσο πιο γρήγορα γίνεται, με τη χρήση των κέντρων ρυθμίσεως της θερμότητας.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Uwe Karstädt: 37 °C – Ιδανική Θερμοκρασία Σώματος”
Πνευματικά Δικαιώματα 2014 | uwekarstaedt.de
Έκδοση του βιβλίου σε μορφή PDF | 37 °C – Ιδανική Θερμοκρασία Σώματος